-
1 ἀνάγω
a bring up, raise, awaken ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων sc. Poseidon I. 4.22 ἀνὰ δ' γαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων sc. the sons of Lampon I. 6.62 cf. ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ πότμου παραδόντος αὐτὸν (= πλοῦτον)ἀνάγῃ πολύφιλον ἑπέταν P. 5.3
b put to sea with Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων i. e. to Tenedos N. 11.35 -
2 βροτήσιος
1 mortal ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ πότμου παραδόντος αὐτὸν (= πλοῦτον)ἀνάγῃ πολύφιλον ἑπέταν P. 5.3
Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαϊ θεός Pae. 6.79
-
3 ἑπέτας
1 companion met. ὅταν τις ἀρετᾷ κεκραμένον αὐτὸν (= πλούτον)ἀνάγῃ πολύφιλον ἑπέταν P. 5.4
-
4 πολύφιλος
1 with many friends πολύφιλον ἑπέταν (sc. πλοῦτον) P. 5.4
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский